- κιρσοτομίᾳ
- κιρσοτομίᾱͅ , κιρσοτομίαoperation to remove varicocelefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιρσοτομία — η (AM κιρσοτομία) [κιρσοτομώ] εγχείρηση για αφαίρεση κιρσών … Dictionary of Greek
κιρσοτομίας — κιρσοτομίᾱς , κιρσοτομία operation to remove varicocele fem acc pl κιρσοτομίᾱς , κιρσοτομία operation to remove varicocele fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσοτομίαν — κιρσοτομίᾱν , κιρσοτομία operation to remove varicocele fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)